πολιτικός
Προφορά
Ετυμολογία
πολιτικός αρχαία ελληνική πολιτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πολιτικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με τον πολίτη: πολιτικά δικαιώματα
✦ ο αναφερόμενος στην πολιτεία
✦ ο σχετικός με τη διοίκηση των κοινών: πολιτικά κόμματα – φρονήματα
✦ (μτφ. ) έξυπνος, ευέλικτος, επιτήδειος
✦ λαϊκός, κοσμικός (σε αντίθεση με τον εκκλησιαστικό ή στρατιωτικό)
✦ πολιτική οικονομία, επιστήμη που μελετά τα οικονομικά φαινόμενα της κοινωνίας
✦ πολιτική γεωγραφία, η ασχολούμενη με την περιγραφή της πολιτικής οργάνωσης των κρατών
✦ πολιτικός μηχανικός, ο ειδικός στις κατασκευές δομικών έργων
✦ πολιτικό γραφείο, το ιδιαίτερο γραφείο του πρωθυπουργού ή πολιτευτή, για την διεκπεραίωση των υποθέσεων που τον αφορούν
✦ αρσ. ο πολιτικός ως ουσ., πρόσωπο που έχει ως κύρια ασχολία του τα δημόσια πράγματα
✦ θηλ. η πολιτική ως ουσ. (βλ. λ.)
✦ πληθ. ουδ. τα πολιτικά ως ουσ. (βλ. λ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
πολιτικά (Κ πολιτικώς)