πολιτικοποιημένος
Προφορά
Ετυμολογία
πολιτικοποιημένος μτχ. παθητ. πρκμ. του πολιτικοποιούμαι
Ερμηνεία
πολιτικοποιημένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. αυτός που έχει διαμορφώσει πολιτική συνείδηση, συμμετέχει ενεργώς στα κοινά, και αναπτύσσει πολιτική δράση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–