πολιτευτής


πολιτευτής
Προφορά

Ετυμολογία
πολιτευτής μεταγενέστερη ελληνική πολιτευτής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πολιτευτής

✦ ο ασχολούμενος συστηματικά με την πολιτική, πρόσωπο που επιδιώκει αιρετή αρχή και ιδ. βουλευτικό αξίωμα: βρήκα τον λιλιπούτειο, φιλόδοξο και αδιάκοπα ρητορευόμενο πολιτευτή της αντιπολίτευσης (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.