ποινικός


ποινικός
Προφορά

Ετυμολογία
ποινικός ποινή

Ερμηνεία
επίθετο┘ ποινικός -ή, -ό

✦ ο της ποινής, που ανήκει ή αναφέρεται στην ποινή
✦ ο σχετικός με αδικήματα για τα οποία επιβάλλουν ποινές τα δικαστήρια
✦ ποινικός νόμος – κώδικας, το σύνολο των νομικών διατάξεων που επιβάλλουν ποινές
✦ ποινικό δίκαιο, ο κλάδος του δικαίου που ρυθμίζει την εξουσία και τη δράση της πολιτείας για τον καθορισμό, τη βεβαίωση και τιμωρία των αδικημάτων
✦ ποινική δικονομία, το σύνολο των νομικών κανόνων που ρυθμίζουν τους τρόπους απονομής της δικαιοσύνης της σχετικής με την τιμωρία αδικημάτων
✦ ποινική ρήτρα, χρηματική ζημία που προκαθορίζεται σε σύμβαση σε βάρος του παραβάτη των όρων της

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ποινικώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.