πλευρό
Προφορά
Ετυμολογία
πλευρό αρχαία ελληνική πλευρόν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πλευρό
✦ το πλάγιο μέρος κάθε επιφάνειας, πλευρά
✦ (ειδ.) το πλάγιο μέρος του κορμού ανθρώπων και ζώων: φρ. στέκω στο πλευρό του, τον υποστηρίζω
✦ (ανατ.) καθένα από τα οστά του θώρακα ανθρώπου ή ζώου, το παΐδι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–