πλέκω


πλέκω
Προφορά

Ετυμολογία
πλέκω αρχαία ελληνική πλέκω

Ερμηνεία
ρήμα πλέκω

✦ κατασκευάζω διάφορα πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας, το ένα μέσα από το άλλο, κλαδιά, καλάμια, νήματα κτλ.: από μυρτιάν σας έπλεξε και πένθιμον κυπάρισσον στέφανον άλλον (Α. Κάλβος)
✦ φρ. πλέκω τα χέρια – τα δάχτυλα, τοποθετώ τα δάχτυλα του ενός χεριού ανάμεσα στα δάχτυλα του άλλου
✦ φρ. πλέκω το εγκώμιο κάποιου, επαινώ, εκθειάζω τις αρετές κάποιου – πλέκω ειδύλλιο με κάποιον, δημιουργώ ερωτική σχέση με κάποιον
(μτφ. ) σχεδιάζω, συνθέτω ή πλάθω κάτι με το λόγο ή τη φαντασία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.