πηλοβάτης


πηλοβάτης
Προφορά

Ετυμολογία
πηλοβάτης αρχαία ελληνική πηλοβάτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πηλοβάτης

✦ αυτός που βαδίζει στη λάσπη, τσαλαβούτας
✦ (ζωολ.) είδος βατράχου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.