πηγή
Προφορά
Ετυμολογία
πηγή αρχαία ελληνική πηγή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πηγή
✦ το μέρος του εδάφους απ’ όπου αναβλύζει νερό ή άλλο υγρό
✦ (μτφ. ) τόπος προελεύσεως πράγματος
✦ (μτφ. ) η λ. για καθετί από το οποίο αντλείται κάτι: πηγή έμπνευσης
✦ (μτφ. για πρόσ.) αυτός από τον οποίο προέρχεται μια πληροφορία, μια είδηση: πηγή πληροφοριών – ο δημοσιογράφος οφείλει να μην αποκαλύπτει τις πηγές του
✦ (για ιστορ. επιστήμες) κείμενο πρωτότυπο απ’ όπου συνάγονται συμπεράσματα άμεσα και όχι έμμεσα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–