περονίστρια
Προφορά
Ετυμολογία
περονίστρια κύριο όνομα Περόν• βλ. περονισμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο περονίστρια
✦ θηλ. περονίστρια οπαδός του περονισμού, υποστηρικτής της πολιτικής ιδεολογίας και πρακτικής του Αργεντινού στρατιωτικού και πολιτικού Περόν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–