περιστροφή
Προφορά
Ετυμολογία
περιστροφή αρχαία ελληνική περιστροφή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η περιστροφή
✦ κυκλική κίνηση, στριφογύρισμα
✦ (αστρον.) κίνηση ουράνιου σώματος γύρω από τον άξονά του
✦ φρ. χωρίς περιστροφές, απερίφραστα, ξεκάθαρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–