περισπωμένη
Προφορά
Ετυμολογία
περισπωμένη └θηλ┘ της μτχ. παθ. ενεστ. του ρήματος περισπώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η περισπωμένη
✦ σημάδι ([) τονισμού των λέξεων: με την καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος καταργήθηκαν οι βαρείες και οι περισπωμένες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–