πενθημιμερής
Προφορά
Ετυμολογία
πενθημιμερής μεταγενέστερη ελληνική πενθημιμερής
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πενθημιμερής -ής, -ές
✦ ο αποτελούμενος από πέντε μισά, δηλ. 2 1/2 ολόκληρα
✦ (μετρική) πενθημιμερής τομή, η τομή στο πέμπτο ημιπόδιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–