παχύδερμος
Προφορά
Ετυμολογία
παχύδερμος αρχαία ελληνική παχύδερμος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ παχύδερμος -η, -ο
✦ που έχει παχύ δέρμα, χοντρόπετσος
✦ (μτφ. ) αναίσθητος
✦ πληθ. ουδ. τα παχύδερμα ως ουσ., κατηγορία θηλαστικών με πολύ χοντρό δέρμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–