παρεντερικός
Προφορά
Ετυμολογία
παρεντερικός παρά + έντερον
Ερμηνεία
└επίθετο┘ παρεντερικός -ή, -ό
✦ η λ. για φάρμακο που εισάγεται στον οργανισμό όχι δια μέσου του πεπτικού συστήματος (π.χ. ενέσεις)
✦ παρεντερική σίτιση, η εισαγωγή των αναγκαίων για τον οργανισμό ουσιών, όχι διά του πεπτικού σωλήνα αλλά, συνήθ., ενδοφλεβίως
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–