παρατρεχάμενος
Προφορά
Ετυμολογία
παρατρεχάμενος μτχ. παθ. ενεστ. του παρατρέχω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ παρατρεχάμενος -η, -ο
✦ βοηθητικός υπηρέτης για δυσκολότερες ή εξωτερικές δουλειές
✦ ο πρόθυμος να εξυπηρετεί ισχυρά πρόσωπα για να έχει την εύνοιά τους και τα σχετικά ωφελήματα: έτσι τα βόλευε πάντα παρατρεχάμενος του ενός και του άλλου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–