παρατείνω
Προφορά
Ετυμολογία
παρατείνω αρχαία ελληνική παρατείνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παρατείνω
✦ αυξάνω τη διάρκεια, δίνω παράταση: ο ξένος επίσημος θα παρατείνει τη διαμονή του στη χώρα μας επί δύο ακόμα ημέρες – παρατάθηκε η προθεσμία για την υποβολή δηλώσεων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–