παρασελίδιος
Προφορά
Ετυμολογία
παρασελίδιος παρά + σελίς, -ίδος• πρβλ. υποσέλιδος, πολυσέλιδος
Ερμηνεία
παρασελίδιος
✦ -η, -ο κ. παρασελίδιος, -α, -ο επίθ. αυτός που βρίσκεται στα περιθώρια μια σελίδας: παρασελίδιες σημειώσεις (Ελευθεροτυπία)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–