παραπέμπω
Προφορά
Ετυμολογία
παραπέμπω αρχαία ελληνική παραπέμπω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παραπέμπω
✦ στέλνω αλλού
✦ μεταβιβάζω για διεκπεραίωση, εξέταση, ενέργεια: η υπόθεση παραπέμπεται από τον ένα αρμόδιο στον άλλον
✦ ορίζω την ακριβή θέση, ορίζω ακριβώς το κείμενο απ’ όπου πήρα απόσπασμα ή είδηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–