παραλαμβάνω
Προφορά
Ετυμολογία
παραλαμβάνω αρχαία ελληνική παρα-λαμβάνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παραλαμβάνω
✦ παίρνω κάτι από κάποιον: παρέλαβα τα χρήματα – την επιστολή
✦ δέχομαι κάποιον κοντά μου ως συνεργάτη, προσλαμβάνω
✦ αναλαμβάνω υπηρεσία από τον προκάτοχο ή τον προϊστάμενό μου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–