παρακρούω
Προφορά
Ετυμολογία
παρακρούω αρχαία ελληνική παρα-κρούω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παρακρούω
✦ πάσχω από παράκρουση, από παροδική διαταραχή του νου
✦ (μέσ.) παρακρούομαι, (ναυτ., για τα ιστία πλοίου) χτυπώ εδώ κι εκεί, παραδέρνω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–