παραθέτω
Προφορά
Ετυμολογία
παραθέτω παρέθεσα, αόρ. του αρχαίου ελληνικού παρατίθημι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παραθέτω
✦ τοποθετώ κάτι κοντά σε άλλο ή άλλα
✦ αναφέρω το ένα μετά το άλλο, αραδιάζω
✦ παραβάλλω, συγκρίνω για να βρω τυχόν ομοιότητες ή διαφορές
✦ προσφέρω
✦ μνημονεύω αυτολεξεί χωρίο κειμένου, σε γραπτό λόγο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–