παραγεράζω


παραγεράζω
Προφορά

Ετυμολογία
παραγεράζω παρά + γεράζω – γερνώ

Ερμηνεία
παραγεράζω

✦ κ. παραγερνώ, -άς, -ά ρ. (παραγέρ-ασα, -ασμένος) φτάνω σε βαθιά γερατειά, με παραπαίρνουν τα χρόνια: παραγέρασε ο δόλιος και δεν ακούει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.