παραγέμισμα
Προφορά
Ετυμολογία
παραγέμισμα παραγεμίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το παραγέμισμα
✦ το υπερβολικό γέμισμα
✦ η γέμιση
✦ πλήθος άχρηστων στοιχείων: φορτώνει τα κείμενά του μ’ ένα σωρό παραγεμίσματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–