παράταξη
Προφορά
Ετυμολογία
παράταξη αρχαία ελληνική παράταξις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παράταξη
✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παρατάσσω ή παρατάσσομαι
✦ τοποθέτηση κάποιου δίπλα σε άλλους σε κανονική σειρά
✦ ομάδα ατόμων με τις ίδιες ιδέες
✦ παραταγμένο τμήμα στρατού σε πομπή ή τελετή
✦ φρ. εν πομπή και παρατάξει, με πολλές τιμές, με κάθε επισημότητα
✦ (συντακτ.) τρόπος σύνταξης κατά τον οποίο κύριες προτάσεις τοποθετούνται η μία δίπλα στην άλλη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–