παράδοση
Προφορά
Ετυμολογία
παράδοση αρχαία ελληνική παράδοσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παράδοση
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του παραδίδω ή η κατάσταση του παραδίδομαι
✦ σχολική διδασκαλία
✦ καθετί που μεταδίδεται προφορικά από γενιά σε γενιά
✦ (ειδ.) αρχές καθιερωμένες από την εμπειρία ή την πρακτική που τηρούνται και εφαρμόζονται από κλάδο της τέχνης ή της λογοτεχνίας
✦ πληθ. παραδόσεις, συνήθειες, ηθικές αντιλήψεις, αρχές καθιερωμένες
✦ Ιερά Παράδοση, το σύνολο των πρακτικών και κανόνων που εφαρμόστηκαν στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες που ιδρύθηκαν από τους Αποστόλους και αποτελούν μία από τις πηγές της χριστιανικής πίστης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–