παπαρούνα
Προφορά
Ετυμολογία
παπαρούνα όψιμο μεσαιωνική ελληνική παπαρούνα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παπαρούνα
✦ το φυτό μήκων η ροιάς, αγριολούλουδο με κατακόκκινα πέταλα
✦ φρ. έγινε παπαρούνα, κοκκίνισε από την ντροπή του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–