παπαράτσι
Προφορά
Ετυμολογία
παπαράτσι πληθ. του └ιταλ┘paparazzo• η λ. από το επώνυμο φωτογράφου, κινηματογραφικού προσώπου της ταινίας του Φελίνι «La dolce vita»
Ερμηνεία
παπαράτσι
✦ άκλ. ουσ. φωτορεπόρτερ, ειδ. για γεγονότα πολιτικά, κοσμικά κτλ. που έχουν μεγάλη απήχηση στο κοινό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–