παλιγγενεσία
Προφορά
Ετυμολογία
παλιγγενεσία μεταγενέστερη ελληνική παλιγγενεσία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παλιγγενεσία
✦ αρχή νέας ζωής, ανάσταση, αναγέννηση
✦ ελληνική παλιγγενεσία, η απελευθέρωση των Ελλήνων από τους Τούρκους με την επανάσταση του 1821
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–