παλαιοντολόγος


παλαιοντολόγος
Προφορά

Ετυμολογία
παλαιοντολόγος παλαιός + ον + λέγω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η παλαιοντολόγος

✦ ο ασχολούμενος με την επιστήμη της παλαιοντολογίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.