παιδί
Προφορά
Ετυμολογία
παιδί αρχαία ελληνική παιδίον, υποκοριστικό του παῖς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το παιδί
✦ άνθρωπος μικρής ηλικίας (πριν από την εφηβεία): που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ’ έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά (Κ. Καρυωτάκης)
✦ (κατ’ επέκτ.) νεανίας, παλικάρι
✦ τέκνο
✦ άνθρωπος νέος και ακμαίος
✦ αγόρι: παιδιά και κορίτσια, κορίτσια και παιδιά που δεν σας ξέρω (Γ. Θέμελης)
✦ νεαρός υπηρέτης σπιτιού, καταστήματος, γραφείου κτλ.
✦ (μτφ. ) εύπιστος, αφελής
✦ η λ. ως προσφώνηση προς ενηλίκους δηλώνει οικειότητα ή θωπεία
✦ φρ. παιδί του δρόμου, αλήτης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ηλικιωμένος
Επιρρήματα
–