παγίδα


παγίδα
Προφορά

Ετυμολογία
παγίδα αρχαία ελληνική παγίς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η παγίδα

✦ μέσο για εξαπάτηση και σύλληψη ζώων
(μτφ. ) ενέδρα, δόλος, απάτη: φρ. του έστησαν παγίδα – έπεσε στην παγίδα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.