πήχη


πήχη
Προφορά

Ετυμολογία
πήχη μεσαιωνική ελληνική πήχη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πήχη

✦ ο πήχης και ιδ. ο εμπορικός, ίσος με 64 εκ. του μέτρου: μπόι δυο πήχες (Γ. Σουρής)
✦ λεπτή επιμήκης σανίδα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.