πήζω
Προφορά
Ετυμολογία
πήζω ἔπηξα, αόρ. του μεταγενέστερη ελληνική πήσσω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πήζω
✦ μεταβάλλω κάτι από ρευστό σε στερεό
✦ (αμτβ.) μεταβάλλομαι σε στερεό
✦ (μτφ. ) στριμώχνομαι, γεμίζω τον τόπο
✦ (μτφ. φρ.) δεν έπηξε το μυαλό του, δεν ωρίμασε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–