ορθογώνιος
Προφορά
Ετυμολογία
ορθογώνιος αρχαία ελληνική ὀρθογώνιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ορθογώνιος -ια, -ιο
✦ αυτός που έχει ορθές γωνίες
✦ ουδ. το ορθογώνιο(ν) ως ουσ., τετράπλευρο με ορθές τις τέσσερις γωνίες του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αμβλυγώνιος
Επιρρήματα
ορθογώνια (Κ ορθογωνίως)