ογκόλιθος
Προφορά
Ετυμολογία
ογκόλιθος όγκος + λίθος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ογκόλιθος
✦ ακατέργαστη πέτρα μεγάλων διαστάσεων
✦ (τεχνολ.) συμπαγές, μεγάλων διαστάσεων δομικό υλικό που χρησιμοποιείται στα λιμενικά έργα
✦ (μτφ. ) η λ. για να χαρακτηρίσει κάποιον ή κάτι που έχει εξαιρετική αξία ή σπουδαιότητα: ογκόλιθος της νομικής επιστήμης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–