ξεκλήρισμα
Προφορά
Ετυμολογία
ξεκλήρισμα ξεκληρίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ξεκλήρισμα
✦ ο αφανισμός της κλήρας, της γενιάς: άρχισε συστηματικό ξεκλήρισμα του ελληνικού στοιχείου που κατοικούσε στα παράλια (Δ. Σωτηρίου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–