ντόμινο
Προφορά
Ετυμολογία
ντόμινο └ιταλ┘domino
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το ντόμινο
✦ είδος χειμερινού ωμοφορίου που φορούσαν οι καθολικοί κληρικοί
✦ είδος αποκριάτικης φορεσιάς που αποτελείται από μακρύ ενιαίο ένδυμα με κουκούλα
✦ ο μεταμφιεσμένος μ’ αυτό το φόρεμα
✦ είδος επιτραπέζιου παιχνιδιού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–