ναύτης
Προφορά
Ετυμολογία
ναύτης αρχαία ελληνική ναύτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ναύτης
✦ πρόσωπο που εργάζεται σε πλοίο και ανήκει στο πλήρωμά του, ναυτικός
✦ (ειδικ.) ο μη βαθμοφόρος ναυτικός
✦ αυτός που υπηρετεί στο ναυτικό, που εκπληρώνει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις στο ναυτικό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–