νίκη
Προφορά
Ετυμολογία
νίκη αρχαία ελληνική νίκη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η νίκη
✦ κατίσχυση σε μάχη ή αγώνα: πολεμική – αθλητική νίκη
✦ (γεν.) κάθε είδους επικράτηση
✦ φρ. πύρρειος νίκη, η συνοδευόμενη από μεγάλες ζημίες – καδμεία νίκη, η ολέθρια για τον νικητή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ήττα
Επιρρήματα
–