μπουκιά
Προφορά
Ετυμολογία
μπουκιά └ουσ┘ μπούκα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μπουκιά
✦ η ποσότητα της τροφής που χωρεί το στόμα
✦ ποσότητα πολύ μικρή
✦ φρ. μια μπουκιά άνθρωπος, μικροκαμωμένος, μικρόσωμος – μπουκιά και συχώριο, πολύ νόστιμο φαγητό· (κ. μτφ.) πολύ ελκυστική γυναίκα
Συνώνυμα
χαψιά
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–