μποέμ
Προφορά
Ετυμολογία
μποέμ └γαλλ┘ bohéme (= τσιγγάνος από τη Βοημία)
Ερμηνεία
μποέμ
✦ άκλ. ουσ. ο αδιάφορος ή αδύναμος να φροντίσει για το αύριο: ωστόσο του άρεσε να ζει αμέριμνα τη ζωή ενός πλούσιου μποέμ (Γ. Σεφέρης)
✦ (ειδ.) καλλιτέχνης ή λόγιος που ζει φτωχικά αλλά ξένοιαστα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–