μονοφασικός
Προφορά
Ετυμολογία
μονοφασικός μόνος + φάσις
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μονοφασικός -ή, -ό
✦ εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα του οποίου η διανομή γίνεται με δύο αγωγούς, ένα ρευματοφόρο (φάση) και ένα μη ρευματοφόρο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–