μικρόφωνο


μικρόφωνο
Προφορά

Ετυμολογία
μικρόφωνο αρχαία ελληνική μικρόφωνον, └ουδ┘ του επιθέτου μικρόφωνος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μικρόφωνο

✦ ηλεκτρική συσκευή που αυξάνει την ένταση των ηχητικών κυμάτων
✦ συσκευή που μετατρέπει την ηχητική ενέργεια σε ηλεκτρική και αποτελεί βασικό στοιχείο των συστημάτων εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.