μηχανικός


μηχανικός
Προφορά

Ετυμολογία
μηχανικός αρχαία ελληνική μηχανικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ μηχανικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τις μηχανές ή την κίνηση των φυσικών σωμάτων
✦ ο εκτελούμενος με μηχανές
✦ ο σύμφωνος με τους φυσικούς νόμους
(μτφ. ) που γίνεται αυτόματα, ενστικτωδώς, χωρίς μεσολάβηση της σκέψης ή της θέλησης
✦ το αρσ. ο μηχανικός ως ουσ., ο ειδικός επιστήμονας ο ασχολούμενος με την κατασκευή και επίβλεψη μηχανών (μηχανουργός) ή με τεχνικά έργα (πολιτικός μηχανικός) καθώς και ο τεχνίτης ο ειδικευμένος στην εγκατάσταση, συντήρηση ή χειρισμό μηχανών (πρακτικός μηχανικός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
###############################################################################################################################################################################################################################################################

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.