μεταχειρισμένος
Προφορά
Ετυμολογία
μεταχειρισμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος μεταχειρίζομαι
Ερμηνεία
μεταχειρισμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) όχι καινούριος, που έχει ήδη χρησιμοποιηθεί από άλλον ή άλλους: ρούχο μεταχειρισμένο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αμεταχείριστος
Επιρρήματα
–