μεταπηδώ
Προφορά
Ετυμολογία
μεταπηδώ μεταγενέστερη ελληνική μετα-πηδάω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μεταπηδώ -άς, -ά
✦ αλλάζω θέση, κατάσταση, ιδεολογική ή άλλη τοποθέτηση, ιδ. ξαφνικά: μεταπήδησε στην αντιπολίτευση – στον σοσιαλισμό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–