μεσοκαιρίτισσα
Προφορά
Ετυμολογία
μεσοκαιρίτισσα μέσος + καιρός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μεσοκαιρίτισσα
✦ θηλ. μεσοκαιρίτισσα μεσόκοπος, μεσήλικας: καλοζωισμένος, γερός, όμορφος μεσοκαιρίτης (Διδώ Σωτηρίου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–