μερτικό
Προφορά
Ετυμολογία
μερτικό μεσαιωνική ελληνική μερτικόν
Ερμηνεία
μερτικό
✦ αυτό που αναλογεί σε κάποιον από κληρονομιά ή μοιρασιά, μερίδιο: γυρεύει το μερτικό του από την πατρική περιουσία – δεν πήρε το μερτικό που του τάξανε και τους κατήγγειλε
✦ δικαίωμα σε κάτι: άτολμη και σεμνή πίστεψε πως τόσο ήτανε το δικό της μερτικό στη χαρά (Διδώ Σωτηρίου) – να ‘χει ο καθένας μερτικό στης ζήσης τα καλούδια (Β. Ρώτας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–