μεροληπτικός
Προφορά
Ετυμολογία
μεροληπτικός μερολήπτης
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μεροληπτικός -ή, -ό
✦ που δείχνει μεροληψία, όχι αντικειμενικός: μεροληπτική απόφαση – κρίση – οι απογοητεύσεις στη δουλειά τούτη δεν έλειπαν. Πελάτες κακοπληρωτήδες, δικαστές μεροληπτικοί (Άγγ. Τερζάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αμερόληπτος
Επιρρήματα
μεροληπτικά (Κ μεροληπτικώς)