μερκαντιλισμός
Προφορά
Ετυμολογία
μερκαντιλισμός └γαλλ┘ mercantilisme > mercantile (= εμπορικός)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μερκαντιλισμός
✦ θεωρία που δέχεται ως κύρια πηγή της οικονομικής ισχύος την ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου, η εμποροκρατία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–